- μασχάλη
- και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη)1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού3. (για φυτά) η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ τού μίσχου τών φύλλων ή παρόμοιων οργάνων και τού βλαστού από τον οποίο εκφύεται ο μίσχοςνεοελλ.1. το μέρος τού ενδύματος το οποίο αντιστοιχεί με τη μασχάλη2. ναυτ. η κορυφή τής οξείας γωνίας που σχηματίζει ο λιμενοβραχίονας με το κρηπίδωμα τής παραλίας ή με την ακτήαρχ.1. νεαρός βλαστός φοίνικα, ο οποίος χρησίμευε για κατασκευή καλαθιών ή σχοινιών2. κλαδί3. μέρος τού φύλλου τής ελιάς και άλλων φυτών4. μικρός κόλπος («καμπτομένης ἐπὶ πολὺ πρὸς ἕω καὶ μασχάλην τινὰ ποιούσης», Στράβ.)5. γωνία6. μέρος τής πλώρης τού πλοίου, στο οποίο προσαρμόζεται το μικρό ιστίο αρτέμων7. μέρος τής πολιορκητικής μηχανής χελώνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. αγκάλη), που συνδέεται με τον τ. μάλη*.ΠΑΡ. μασχαλιαίος, μασχαλίζω, μασχαλόςαρχ.μασχαλέον, μασχάλιον.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) υπομάσχαλοςαρχ.αμφιμάσχαλος, ετερομάσχαλος, πολυμάσχαλος, τραγομάσχαλοςνεοελλ.παραμάσκαλα].
Dictionary of Greek. 2013.